top of page

Δυσφορία Φύλου

  • Εικόνα συγγραφέα: Ανδρέας Μυλωνάς
    Ανδρέας Μυλωνάς
  • 25 Μαΐ 2019
  • διαβάστηκε 14 λεπτά

Ποια είναι η πραγματική φύση της Δυσφορίας Φύλου;

Πρόκειται για φυσιολογική παράλλαξη,

κοινωνική κατασκευή ή ψυχική ασθένεια;


Εισαγωγή


«Το πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου του ως στοιχείου της προσωπικότητάς του» (Ν. 4491, 2017, άρθ.1,παρ.1)

«Το πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου του». (Ν. 4491, 2017, άρθ.1, παρ.2)

«Σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου το πρόσωπο μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου του, ώστε αυτό να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική του εικόνα» (Ν. 4491, 2017, άρθ.3, παρ.1)

«Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου δεν απαιτείται να βεβαιώνεται ότι το πρόσωπο έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε προηγούμενη ιατρική επέμβαση. Δεν απαιτείται επίσης η οποιαδήποτε προηγούμενη εξέταση ή ιατρική αγωγή που σχετίζεται με τη σωματική ή ψυχική του υγεία. (Ν. 4491, 2017, άρθ.3, παρ.4)


Η Δυσφορία Φύλου είναι μια διαταραχή η οποία προξενεί στο άτομο έντονη δυσφορία ως προς το ανατιθέμενο φύλο του. Με άλλα λόγια, το άτομο δεν επιθυμεί να είναι το φύλο που του έχει οριστεί αλλά είτε επιθυμεί το αντίθετο είτε κάποιο άλλο μη στερεοτυπικά δυαδικό μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Σε μια μελέτη των Vrouenraets, L.J., et.al. το 2015 τέθηκαν επτά ζητήματα σχετικά με τη Δυσφορία Φύλου για τα οποία μέχρι στιγμής η επιστημονική κοινότητα δεν έχει τοποθετηθεί με αξιώσεις. Τα ζητήματα αυτά ήταν τα εξής:

1. Γιατί δεν υπάρχει κάποιο μοντέλο το οποίο να εξηγεί την ύπαρξη της Δυσφορίας Φύλου;

2. Ποια είναι η πραγματική φύση της Δυσφορίας Φύλου; Πρόκειται για φυσιολογική παράλλαξη, κοινωνική κατασκευή ή ψυχική ασθένεια;

3. Ποιος ο ρόλος της εφηβικής φυσιολογίας στην ανάπτυξη της ταυτότητας φύλου;

4. Ποιος ο ρόλος των συχνών συνοσηρών διαταραχών;

5. Ποιες είναι οι πιθανές φυσικές ή ψυχολογικές επιπτώσεις των πρώιμων ιατρικών παρεμβάσεων; Ποιες είναι αντίστοιχα οι πιθανές φυσικές ή ψυχολογικές επιπτώσεις των ιατρικών παρεμβάσεων που τελικά δεν πραγματοποιούνται;

6. Μέχρι πιο σημείο μπορεί να οριστεί η εξουσία που μπορεί να έχει ένα παιδί πάνω στο μελλοντικό σώμα του αλλά και η ικανότητά του να λαμβάνει τέτοιου είδους αποφάσεις;

7. Πως τα διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο η Δυσφορία Φύλου γίνεται αντιληπτή από τα άτομα;

Στην παρούσα εργασία συζητείται το δεύτερο από τα παραπάνω ερωτήματα: Ποια είναι η πραγματική φύση της Δυσφορίας Φύλου; Πρόκειται για φυσιολογική παράλλαξη, κοινωνική κατασκευή ή ψυχική ασθένεια;


Βιβλιογραφική Ανασκόπηση


Ορισμοί


1. Χρωμόσωμα ή χρωματόσωμα (= «χρώμα + σώμα» επειδή απορροφά διάφορες χρωστικές ουσίες): Συστατικό του πυρήνα των κυττάρων, κυλινδρικού σχήματος και έντονου χρωματισμού. Είναι φορέας των κληρονομικών χαρακτηριστικών. Κάθε φυσιολογικό ανθρώπινο κύτταρο έχει σαράντα έξι χρωμοσώματα (συμβολίζονται με «Χ» και «Υ») διατεταγμένα σε 23 ζεύγη εκ των οποίων τα 22 είναι κοινά (ΧΧ) και στα δύο φύλα ενώ το 23ο ζεύγος το οποίο και καθορίζει το φύλο, διαφέρει. Μπορεί να αποτελείται είτε από δύο ίδια χρωμοσώματα τα οποία καθορίζουν το θηλυκό γένος (ΧΧ) είτε από δύο διαφορετικά χρωμοσώματα τα οποία καθορίζουν το ανδρικό γένος (ΧΥ). Ο πατέρας είναι αυτός που διαθέτει το φυλετικό ζεύγος ΧΥ, άρα είναι αυτός που καθορίζει και το φύλο του παιδιού αφού παρέχει είτε το φυλετικό χρωμόσωμα «Υ» στην περίπτωση του παιδιού αγοριού είτε το φυλετικό χρωμόσωμα «Χ» τα οποία περιέχονται μέσα στο συγκεκριμένο σπερματοζωάριο το οποίο θα γονιμοποιήσει το ωάριο της μητέρας το οποίο και σε κάθε περίπτωση δίνει χρωμόσωμα «Χ». (Παπαδάτος Γ., 2010, κεφ. ΙΔ)

2. Γένος (Gender): Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά των γυναικών και των ανδρών που είναι κοινωνικά κατασκευασμένα. (Π.Ο.Υ., 2019)

3. Φύλο (Sex): Αναφέρεται στα χαρακτηριστικά των ανδρών και των γυναικών που είναι βιολογικά και ανατομικά καθορισμένα. (Π.Ο.Υ., 2019).

4. Ταυτότητα φύλου (Gender Identity): Οι άνθρωποι γεννιούνται έχοντας είτε θηλυκό είτε αρσενικό γένος, αλλά μαθαίνουν να είναι κορίτσια και αγόρια τα οποία μελλοντικά εξελίσσονται σε γυναίκες και άνδρες. Αυτή η μαθησιακή συμπεριφορά αποτελεί την ταυτότητα φύλου και καθορίζει τους ρόλους των φύλων. (Π.Ο.Υ., 2019). Η ταυτότητα φύλου μπορεί να συμπίπτει ή και να μη συμπίπτει με το φύλο που προσδιορίσθηκε κατά τη γέννηση του ατόμου. Ουσιαστικά πρόκειται για τον εσωτερικό τρόπο όπου ο καθένας αντιλαμβάνεται το φύλο του. (Γαλανού, Μ. 2014, σελ. 25)

5. Ρόλος φύλου: Ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε άνθρωπος συμπεριφέρεται με βάση την ταυτότητα του φύλου του. Η κοινωνικοπολιτισμική εκδήλωση του ανδρικού ή γυναικείου τρόπου συμπεριφοράς (Χατζηχαραλάμπους, Ξ. 2019). Διαμορφώνεται τόσο από ανατομικούς / βιολογικούς όσο και από κοινωνικούς ή και ψυχολογικούς παράγοντες (Berenbaum, S.A. & Beltz, A.M., 2016).

6. Σεξουαλικός προσανατολισμός: Η συναισθηματική και σεξουαλική έκφραση του κάθε ατόμου είτε προς το ίδιο, είτε προς άλλο είτε και προς τα δύο φύλα. Με άλλα λόγια ο σεξουαλικός προσανατολισμός καθορίζει την ετεροφυλοφιλία, την ομοφυλοφιλία και την αμφιφυλοφιλία (Γαλανού, Μ. 2014, σελ. 29)

7. Διεμφυλικός (Τράνς): Ο όρος περιλαμβάνει όλες τις εκφράσεις και ταυτότητες φύλου που διαφέρουν απ’ το καταγεγραμμένο βιολογικό φύλο του ατόμου. (Γαλανού, Μ. 2014, σελ. 26)

8. Πρωτογενή χαρακτηριστικά φύλου: Τα σωματικά όργανα τα οποία συναπαρτίζουν το σύστημα καθορισμού του φύλου. Αυτά είναι οι γεννητικοί αδένες (όρχεις / ωοθήκες), τα γεννητικά όργανα (εσωτερικά και εξωτερικά) και ο εγκέφαλος ο οποίος παίζει κύριο και ρυθμιστικό ρόλο σε όλη τη ζωή του ανθρώπου στη λειτουργία του συστήματος αυτού και κυριότερα κατά την εφηβεία. (Προκοπάκη, Κ. 2017)

9. Δευτερογενή χαρακτηριστικά φύλου: Στήθος, κατανομή τριχοφυΐας, χροιά φωνής και άλλα χαρακτηριστικά τα οποία καθορίζονται από τη δράση των ορμονών που εκκρίνονται από τους γεννητικούς αδένες (Προκοπάκη, Κ. 2017)


Διαγνωστικά κριτήρια


Σύμφωνα με το (DSM-5a, 2013), τα άτομα με δυσφορία φύλου δείχνουν έντονη ασυμφωνία μεταξύ βιωματικού/εκφραζόμενου και ανατιθέμενου φύλου για μεγάλη χρονική διάρκεια (τουλάχιστον 6 μήνες). Αυτό ουσιαστικά είναι και το κύριο διαγνωστικό κριτήριο. Πρέπει ακόμη να υφίσταται έντονη δυσφορία για την ασυμφωνία αυτή. Το εκφραζόμενο ή το επιθυμητό φύλο μπορεί να μην εμπίπτει σε κανένα εκ των διακριτά στερεοτυπικών φύλων αρσενικό ή θηλυκό. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η δυσφορία του ατόμου δεν πρόκειται απλά για επιθυμία να ανήκει στο άλλο φύλο, αλλά σε κάποιο άλλο, εναλλακτικό φύλο, διαφορετικό από το ανατιθέμενο.

Η δυσφορία φύλου εκδηλώνεται διαφορετικά σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Κορίτσια με δυσφορία φύλου μπορεί να εκφράζουν την επιθυμία να είναι αγόρια, να ισχυρίζονται ότι είναι αγόρια ή ότι θα μεγαλώσουν για να γίνουν άνδρες. Προτιμούν τα ρούχα και το στυλ των αγοριών, θεωρούνται από τους ξένους συχνά ως αγόρια, και μπορεί να ζητούν να αποκαλούνται με ονόματα αγοριών. Συνήθως, εμφανίζουν έντονες αρνητικές αντιδράσεις στις γονικές προσπάθειες να τους φέρουν φορέματα ή άλλα γυναικεία ενδύματα. Κάποια κορίτσια μπορεί να αρνηθούν να παρακολουθήσουν σχολικές ή κοινωνικές εκδηλώσεις όπου απαιτείται συγκεκριμένη ενδυματολογία. Αυτά τα κορίτσια μπορεί να επιδείξουν αξιοσημείωτη εκδήλωση της επιθυμητής ταυτότητας σε παιχνίδια ρόλων, όνειρα και φαντασιώσεις. (DSM-5a, 2013)

Τα κορίτσια με Δυσφορία Φύλου δε δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για στερεοτυπικά θηλυκά παιχνίδια (π.χ. κούκλες) ή δραστηριότητες (π.χ. θηλυκό φόρεμα ή παιχνίδι ρόλων). Προτιμούν να παίζουν σε παιχνίδια αγοριών και προτιμούν συμπαίκτες αγόρια. Ενίοτε, αρνούνται να ουρούν σε καθιστή θέση. Ορισμένα κορίτσια μπορεί να εκφράσουν την επιθυμία να έχουν πέος ή ισχυρίζονται ότι έχουν πέος ή ότι θα «μεγαλώσει» ένα όταν θα είναι μεγαλύτερα. Μπορούν επίσης να δηλώσουν ότι δεν θέλουν να αναπτύξουν στήθη ή ότι δε θέλουν να έχουν εμμηνόρροια. (DSM-5a, 2013)

Τα αγόρια με Δυσφορία Φύλου μπορεί να εκφράζουν την επιθυμία να είναι κορίτσια ή να ισχυρίζονται ότι είναι κορίτσια ή ότι θα μεγαλώσουν ως γυναίκες. Έχουν μια προτίμηση στο ντύσιμο με ρούχα κοριτσιών ή γυναικών και μπορούν να αυτοσχεδιάσουν γυναικεία ρούχα από διαθέσιμα υλικά (π.χ. χρησιμοποιώντας πετσέτες, ποδιές και κασκόλ για μακριά μαλλιά ή φούστες). Προτιμούν να υποδύονται γυναικείες μορφές σε ρόλους (π.χ. παίζουν τη "μητέρα") και συχνά ενδιαφέρονται έντονα για γυναίκες σε φανταστικές φιγούρες. Θηλυκά παιχνίδια στο σπίτι όπως ενασχόληση με κούκλες στερεοτυπικού γυναικείου τύπου (π.χ. Barbie) είναι συχνά τα αγαπημένα τους παιχνίδια και τα κορίτσια είναι οι προτιμώμενοι συμπαίκτες τους. Αποφεύγουν επιθετικά και ανταγωνιστικά αθλήματα και δεν ενδιαφέρονται παρά ίσως ελάχιστα για στερεότυπα αρσενικά παιχνίδια (π.χ., αυτοκίνητα, φορτηγά). Κάποια αγόρια μπορεί να προσποιούνται ότι δεν έχουν πέος και να επιμένουν να κάθονται για να ουρήσουν. Πιο σπάνια, μπορεί να δηλώνουν ότι βρίσκουν το πέος ή τους όρχεις τους αηδιαστικούς, να εύχονται να αφαιρεθούν ή να έχουν την επιθυμούν να αποκτήσουν κόλπο. (DSM-5a, 2013)

Οι νεαροί έφηβοι με Δυσφορία Φύλου παρουσιάζουν κλινικά χαρακτηριστικά τα οποία μπορεί να μοιάζουν με εκείνα των παιδιών, ανάλογα με το αναπτυξιακό τους επίπεδο. Επειδή σε αυτήν την ηλικία δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμα πλήρως τα δευτερογενή χαρακτηριστικά των φύλων μπορεί επιπλέον τα άτομα να βιώνουν άγχος για τις επικείμενες φυσικές αλλαγές στο σώμα τους. (DSM-5a, 2013)

Οι ενήλικες με Δυσφορία Φύλου εκφράζουν την επιθυμία να απαλλαγούν από τα πρωτογενή ή και τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του βιωματικού φύλου και εκφράζουν έντονη επιθυμία να αποκτήσουν κάποια πρωταρχικά ή και δευτερογενή χαρακτηριστικά του άλλου φύλου. Σε ποικίλους βαθμούς, οι ενήλικες με δυσφορία φύλου υιοθετούν συμπεριφορές, ένδυση και τρόπους του επιθυμητού φύλου. Αισθάνονται άβολα όταν θεωρούνται από τους άλλους, ή να λειτουργούν στην κοινωνία, ως μέλη του καθορισμένου φύλου τους. Μπορεί να έχουν έντονη επιθυμία αλλαγής με χειρουργικό τρόπο της εμφάνισης τους ή και όχι. Πολλοί δε, συμβιβάζονται υιοθετώντας μία μέση συμπεριφορά και στάση η οποία δεν ανήκει σε κανένα από τα στερεοτυπικά δυαδικά φύλα. (DSM-5a, 2013)

Η Δυσφορία Φύλου ήταν κατηγοριοποιημένη αρχικά στο DSM ως Διαταραχή Ταυτότητας Φύλου μέχρι και την έκδοση DSM-IV. Το 2013 στην έκδοση DSM-5 έγινε αναταξινόμησή και πλέον αποτελεί αυτόνομη διαγνωστική κλάση και αναφέρεται ως «Δυσφορία Φύλου». Η διάγνωση αναταξινομήθηκε για να ευθυγραμμιστεί καλύτερα με την ιατρική κατανόηση της κατάστασης και για να αφαιρεθεί το στίγμα που σχετίζεται με τον όρο «διαταραχή». Αντικατοπτρίζει μια αλλαγή στην εννοιολογική κατανόηση των χαρακτηριστικών της διαταραχής δίνοντας έμφαση στο φαινόμενο της «ασυμφωνίας» αντί της «διαταραχής» ταυτότητας φύλου η οποία μέχρι και το DSM-IV υπονοούσε διασταυρούμενες ταυτότητες μεταξύ βιωματικού και ανατιθέμενου φύλου και μεταξύ άλλων, νοητική διαταραχή. Επιπλέον, προστέθηκαν ξεχωριστά διαγνωστικά κριτήρια για παιδιά, εφήβους και ενηλίκους. (DSM-5b, 2013)

Σύμφωνα με το (ICD-11, 2018) η ασυμφωνία φύλου (gender incongruence) κατά την παιδική ηλικία χαρακτηρίζεται από έντονη αντίδραση του παιδιού μεταξύ του βιωματικού/εκφραζόμενου και του ανατιθέμενου φύλου του. Περιλαμβάνει ισχυρή επιθυμία του ατόμου να είναι διαφορετικό φύλο από το εκχωρημένο φύλο, έντονη δυσαρέσκεια για τη σεξουαλική ανατομία του ή τα αναμενόμενα δευτερογενή χαρακτηριστικά του ανατιθέμενου φύλου και/ή έντονη επιθυμία για τα πρωτογενή και/ή αναμενόμενα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά φύλου που ταιριάζουν με το βιωματικό του φύλο. Χαρακτηρίζεται επίσης από παιχνίδια ή φαντασιώσεις, ή δραστηριότητες όπου οι συμπαίκτες του ανήκουν στο βιωματικό και όχι στο εκχωρημένο φύλο του. Η ασυμφωνία πρέπει να υφίσταται για περίπου 2 χρόνια. Η συμπεριφορά του ατόμου και πιθανές προτιμήσεις φύλου και μόνο δεν αποτελούν τη βάση για διάγνωση.


Συζήτηση


Το μεγάλο ερώτημα της επιστήμης της ψυχολογίας για κάθε ζήτημα που απασχολεί τον άνθρωπο, φαίνεται τελικά να βρίσκει τη θέση του και στο ζήτημα της Δυσφορίας Φύλου: «Φύση ή Ανατροφή;». Από ότι φαίνεται λοιπόν και οι δύο παράγοντες συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την έκφραση της Δυσφορίας Φύλου. Ο ρόλος του κάθε παράγοντα έχει διαφορετικό βάρος σε κάθε άτομο και αυτό εξηγεί την ετερογένεια της έκφρασης της Δυσφορίας Φύλου σε καθέναν. (Vrouenraets, L.J., et.al., 2015)

Στο πέρασμα των χρόνων, οι ερευνητές προσπαθώντας να απαντήσουν στο ποια είναι η πραγματική φύση της Δυσφορίας Φύλου, πρότειναν διφορούμενες, αντιδιαμετρικά αντίθετες και ίσως ακραίες θεωρίες. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι όποιες μέθοδοι αντιμετώπισης δέχθηκαν κριτικές από όπου και αν διατυπώθηκαν. (Cretella, M. 2017, Puszczyk, M. & Czajeczny, D. 2017)

Η μελέτη των Vrouenraets, L.J., et.al., (2015) δείχνει μεγάλες διαφορές στην ηθική αξιολόγηση των μεθόδων αντιμετώπισης παιδιών και εφήβων με Δυσφορία Φύλου. Οι τρέχουσες πολιτικές που εφαρμόζονται στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε πρακτικές γνώσεις εμπειρογνωμόνων και αυτό επειδή δεν υπάρχουν δεδομένα που να στηρίζονται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, αυξάνεται ο αριθμός των θεραπευτικών κινημάτων και ομάδων οι οποίες αγκαλιάζουν την έγκαιρη παρέμβαση και διερευνούν τη μείωση στα όρια ηλικίας λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σύγχρονα δεδομένα.

Έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες έδειξε ότι παρόλο που οι νέοι που έχουν προχωρήσει στη διαδικασία επαναπροσδιορισμού φύλου ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου όσον αφορά κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές και αυτοκτονίες, εντούτοις δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα που να περιγράφουν τα φυσιολογικά και ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά των διαφυλικών εφήβων που αναζητούν επαναπροσδιορισμό φύλου. (Olson, J., et.al., 2015).

Πρόκειται λοιπόν για ένα ζήτημα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο. Απαιτείται εις βάθος διερεύνηση από πλήθος διαφορετικών επιστημονικών ειδικοτήτων. Επιστήμονες Ενδοκρινολόγοι, Νευρολόγοι, Ψυχολόγοι, Ψυχίατροι, Γυναικολόγοι, Ουρολόγοι και Πλαστικοί Χειρούργοι καλούνται να επαναπροσδιορίσουν αντιλήψεις και πεποιθήσεις, τόσο καταρχήν, προσωπικές, όσο και κοινωνικές, ιατρικές και επιστημονικές. Οι σύγχρονοι καιροί απαιτούν νέες ιδέες και εξειδικευμένες γνώσεις και ικανότητες για το χειρισμό των νέων δεδομένων που ζητούν νέες ερμηνείες. Το πλαίσιο το οποίο διαμορφώνεται στο χώρο της επιστημονικής κοινότητας σχετικά με την αντιμετώπιση της Δυσφορίας Φύλου, μεταλλάσσεται συνεχώς και απαιτείται χρόνος, αλλά και πλήθος αρετών όπως υπομονή, γνώση, εμπειρία, σεβασμός και ανοιχτό μυαλό για να μπορεί να οριοθετείται σταδιακά με ολοένα μεγαλύτερη ακρίβεια. (Τασόπουλος, Χ., 2018, Cohen-Kettenis, P.T. & Klink, D. 2015).

Κατά τη διάγνωση της Δυσφορίας Φύλου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν ότι κατά την παιδική ηλικία υπάρχουν 3 «προβληματικοί» πληθυσμοί οι οποίοι με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να συγχέονται. Έτσι, υπάρχουν παιδιά τα οποία απλώς υιοθετούν συμπεριφορές του άλλου φύλου, παιδιά με έντονη επιθυμία να ανήκουν στο άλλο φύλο και παιδιά τα οποία αν και αισθάνονται ότι δεν ανήκουν στο καθορισμένο φύλο τους, εντούτοις δεν εκφράζουν κάποια δυσαρέσκεια. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν ότι η εμφάνιση των συμπτωμάτων αυτών μπορεί να είναι παροδική, να συνδέεται με κάποια τραυματική εμπειρία, η να αποτελεί έκφραση αντίδρασης. Επίσης, στα πλαίσια ανάπτυξης του παιδιού είναι φυσιολογικό αυτό να ταυτίζεται ενίοτε και να εμφανίζει συμπεριφορές τόσο του ενός όσο και του άλλου φύλου. Σε κάθε περίπτωση η διάγνωση πρέπει να γίνεται με προσοχή και σεβασμό στο παιδί. Για παράδειγμα, περίπου το 20% των αγοριών κατά την προεφηβεία είναι δυνατόν να αναπτύξει παροδικά σημάδια ομοφυλοφιλίας και σε μικρότερο ποσοστό, περίπου 3%, μόνιμα ομοφυλοφιλικά σημάδια και συμπεριφορές όπου θα μεταφερθούν και στην ενηλικίωση. (Αμπατζόγλου, Γ. & Ξανθοπούλου, Ε. 2010, Ristori, J. & Steensma DT 2016)

Αρχικά η Δυσφορία Φύλου συσχετίστηκε τυπικά με την πλήρη ταύτιση του ατόμου με το αντίθετο φύλο. Έτσι, μέχρι πρόσφατα απαιτείτο μιας πλήρης κοινωνική αλλά και νομική μετάβαση του ατόμου ως προϋπόθεση για να ακολουθήσει η ιατρική παρέμβαση είτε με τη μορφή ορμονικής θεραπείας είτε με τη μορφή ιατρικής πράξης επαναπροσδιορισμού φύλου. Ωστόσο, ένας σημαντικός αριθμός νέων άνθρωποι φαίνεται ότι δεν είναι σίγουροι για τον επικείμενο επαναπροσδιορισμό του φύλου τους ή ακόμη, ότι μπορούν να διατηρούν συναισθήματα που σχετίζονται τόσο με το βιολογικό / ανατομικό φύλο γέννησής τους όσο και με το προτιμητέο φύλο, δηλαδή ένα μείγμα και των δυο. Με άλλα λόγια παρατηρείται αύξηση των κλινικών περιστατικών όπου τα άτομα δεν επιθυμούν αποκλειστικά τον πλήρη επαναπροσδιορισμό τους σε ένα εκ των δύο φύλων αλλά τη συνύπαρξη και των δύο φύλων ταυτόχρονα (non-binary gender identification). Έτσι λοιπόν, στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως άλλωστε και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, προβλέπεται αύξηση του αριθμού των νέων που αμφισβητούν το φύλο τους και αποφασίζουν την κοινωνική και ιατρική μετάβαση έτσι ώστε να νιώθουν καλά με το νέο φύλο τους το οποίο όμως μπορεί να μην είναι κάποιο εκ των δύο «επιθυμητά» καθορισμένων, δηλαδή ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό. Και ενώ από τη μία οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να αντιμετωπίζουν τους νέους με σεβασμό και να αναγνωρίζουν την «ένταση» του επιθυμητού φύλου, από την άλλη, υπάρχει μεγάλος δρόμος στο να διαπιστωθούν με ακρίβεια οι επιπτώσεις της όποιας ιατρικής παρέμβασης. Η καλύτερη πρακτική σε αυτό τομέα περιλαμβάνει στενή συνεργασία σε κάθε επίπεδο. (Butler, G., et.al., 2018).

Η διαμόρφωση της ταυτότητας του χαρακτήρα του ατόμου, περιλαμβάνει και τη διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου του η οποία αποδεδειγμένα σχετίζεται τόσο με το οικογενειακό περιβάλλον, όσο και με το ευρύτερο ζήτημα της διαμόρφωσης του «εγώ» του παιδιού. Αποτελεί ένα από τα ζητήματα ζωής που ταλανίζουν όλα τα παιδιά από την απαρχή της ύπαρξης τους και δέχεται επιρροές από κοινωνία, οικογένεια, από ταυτίσεις με πρότυπα και όλα αυτά είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. (Ahmadabadi, S.R., et.al 2018)

Χαρακτηριστικό και ανησυχητικό παράδειγμα αποτελεί η έρευνα των Perez-Tores, V., et.al. (2018) η οποία αναφέρεται στην επιρροή που έχει το Youtube στον καθορισμό της ταυτότητας του φύλου των νέων. Συγκεκριμένα αναφέρεται στον πληθυσμό της Ισπανίας και μεταξύ άλλων, θέτει το ζήτημα της επιρροής των youtubers οι οποίοι επικοινωνούν με το κοινό το οποίο τους ακολουθεί (subscribers). Η έρευνα έδειξε ότι οι «ακόλουθοι» οι οποίοι ανήκουν κατά 70% σε πληθυσμό ηλικίας 14 – 17 ετών, εκφράζουν πολλές φορές τους σεξουαλικούς τους προβληματισμούς μέσω της επικοινωνίας τους με τους youtubers και μάλιστα δείχνουν να ταυτίζονται με αυτούς. Όσο πιο επιτυχημένος μάλιστα είναι ένας youtuber τόσο μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα ενός εφήβου να ταυτιστεί με αυτόν, ιδεολογικά, συμπεριφορικά αλλά και σεξουαλικά. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι από τη στιγμή που υπάρχουν youtubers με εκατομμύρια ακολούθους, πόσο ισχυρή θα είναι η επιρροή τους στην έκφραση και διαμόρφωση του φύλου των ακολούθων τους. Το παράδειγμα αυτό καταδεικνύει και εμφανή στοιχεία κοινωνικής κατασκευής στη φύση της Δυσφορίας Φύλου.

Ο ανδρικός εγκέφαλος είναι αποδοτικότερος σε σύγκριση με τον γυναικείο στις λειτουργίες που απαιτούν ενδο-ημισφαιρική επικοινωνία ενώ αντίθετα, ο γυναικείος εγκέφαλος είναι ικανότερος σε λειτουργίες που απαιτούν την επικοινωνία και των δύο ημισφαιρίων. Το γεγονός αυτό προσδίδει προβάδισμα στον ανδρικό εγκέφαλο σε αντίληψη και συντονισμένη δράση καθώς και σε κινητικές και χωρικές ικανότητες. Από την άλλη, προσδίδει προβάδισμα στο γυναικείο εγκέφαλο σε αναλυτική σκέψη, εξαιρετική μνήμη, διαίσθηση και κοινωνική-γνωστική λειτουργία. Η διαφοροποίηση αυτή ξεκινά από την παιδική ηλικία του ατόμου και ολοκληρώνεται κατά την εφηβεία ή και κατά την ενηλικίωσή του. Το γεγονός αυτό προσδίδει κύρος στις μέχρι τώρα θεωρίες που πρότειναν τη βιολογική φύση της Δυσφορίας Φύλου (Ingalhalikar, M., et.al 2014, Berenbaum, A.S. & Beltz M.A. 2016)

Σύμφωνα με ερευνητές, ορισμένες αρχές χαρακτηρίζουν την Δυσφορία Φύλου ως ψυχική ασθένεια, ενώ διάφοροι μελετητές δηλώνουν ότι η διάγνωση παιδιών με γονιδιακή παράλλαξη είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα σύγκρουσης μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας στην οποία αυτό ζει. Η διαμάχη φύσης έναντι ανατροφής καλά κρατεί λοιπόν και εδώ. Τα δεδομένα των ερευνών που έχουν συλλεχθεί κατά καιρούς σε έρευνες, δείχνουν ότι οι περισσότεροι ερωτούμενοι δυσκολεύονται να εκφράσουν τις σκέψεις τους. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι η Δυσφορία Φύλου δεν είναι ούτε ασθένεια αλλά ούτε και κοινωνική κατασκευή αλλά ίσως μια κανονική (αλλά λιγότερο συχνή) διαφοροποίηση της έκφρασης του φύλου. (Vrouenraets, L.J., et.al., 2015, Ristori, J. & Steensma DT 2016).

Ωστόσο, κάποιοι σημειώνουν ότι δεν θα απαιτούνταν ιατρικές διαδικασίες επαναπροσδιορισμού φύλου ή ακόμη και ψυχοθεραπείες ή άλλου είδους παρεμβάσεις για να γίνουν οι ζωές των ανθρώπων με Δυσφορία Φύλου πιο ικανοποιητικές αν ήταν κοινωνικά αποδεκτό ότι πρόκειται απλώς για μια φυσιολογική παραλλαγή. Η ανάγκη για θεραπεία είναι αυτό που ορίζει τη Δυσφορία Φύλου ως «διαταραχή». Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές δηλώνουν ότι πράγματι πρόκειται για ασθένεια με την έννοια ότι προκαλείται αποσύνδεση μεταξύ του σώματος και του μυαλού, το οποίο προκαλεί πόνο άρα χρήζει θεραπείας. Σε κάθε περίπτωση είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να παίρνονται αποφάσεις μονομερώς κυρίως ιατρικής φύσης για παρεμβάσεις στο σώμα ενός ατόμου χωρίς τη συμβουλή και συμβολή επιστημονικής ομάδας. (Leibowitz, S. & De Vries, ALC 2016).

Καταλήγοντας, θα πρέπει να τονισθεί ότι η Δυσφορία Φύλου είναι η μόνη κατάσταση στην οποία η ιατρική παρέμβαση δεν θεραπεύει ένα άρρωστο σώμα, τουναντίον, υγιή όργανα ακρωτηριάζονται κατά τη διαδικασία προσαρμογής των φυσικών χαρακτηριστικών με των συναφών ψυχολογικών έτσι ώστε να δομήσουν μια κοινή και ενιαία ταυτότητα. Ακόμη και σε κοινωνίες «δεκτικές» προς τη δυσφορία φύλου, πολλά άτομα με τη «διαταραχή» αυτή θα χρειάζονταν ιατρική παρέμβαση έτσι ώστε να κάνουν τη ζωή τους πιο ικανοποιητική. Αυτό είναι που κάνει τη δυσφορία φύλου μια «διαταραχή», αλλά όχι νοητική. (Vrouenraets, L.J., et.al., 2015)


Συμπεράσματα.


Στην παρούσα εργασία συζητήθηκε το ερώτημα για το ποια είναι η πραγματική φύση της Δυσφορίας Φύλου. Εάν πρόκειται για φυσιολογική παράλλαξη, για κοινωνική κατασκευή ή ψυχική ασθένεια. Οι μέχρι τώρα έρευνες έδειξαν ότι οι απόψεις είναι διφορούμενες και ότι χρειάζεται περαιτέρω αξιολόγηση των παλαιότερων αλλά και των νέων κλινικών περιστατικών, όπως επίσης και συνοχή με τις επιταγές των καιρών μιας και νέοι τεχνολογικοί, πολυπολιτισμικοί, κοινωνικοί, θρησκευτικοί και άλλοι παράγοντες υπεισέρχονται καθημερινά αλλάζοντας τα δεδομένα στο εν λόγω ζήτημα. Επιπλέον και οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων, θα πρέπει να αναστοχαστούν και να αναθεωρήσουν θέσεις και στάσεις. Σε κάθε περίπτωση οι όποιες προσπάθειες παρέμβασης θα πρέπει να έχουν ως σκοπό την καλυτέρευση της ζωής των ατόμων με Δυσφορία Φύλου, ενεργώντας με επιστημονικότητα και σεβασμό στον άνθρωπο.

Αναφορές


1. Αμπατζόγλου, Γ. & Ξανθοπούλου, Ε. (2010). Διαταραχή της ταυτότητας φύλου στα παιδιά και παιδιατρική αντιμετώπιση. Γ’ Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη, Παιδιατρική Βορείου Ελλάδος,22,4: 345-350

2. Γαλανού, Μ. (2014). Ταυτότητα και Έκφραση Φύλου. Ορολογία, Διακρίσεις, Στερεότυπα και Μύθοι. Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών, Οκτώβριος 2014

3. Ν. 4491, (2017) Νόμος 4491/2017. Νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Εθνικό Τυπογραφείο, ΦΕΚ Α.152/13-10-17

4. Παπαδάτος, Γ. (2010). Ψυχικές διαταραχές και μαθησιακές δυσκολίες παιδιών και εφήβων. Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2010

5. Π.Ο.Υ. (2019). Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Gender Definitions. Ανακτήθηκε στις 10/3/2019 από την ιστοσελίδα: http://www.euro.who.int/en/health-topics/health-determinants/gender/gender-definitions

6. Προκοπάκη, Κ. (2017). Διαταραχές Ταυτότητας Φύλου: Νεότερα δεδομένα ως προς τη διάγνωση και την αντιμετώπιση. Κ.Κ.Ψ.Υ. Παγκρατίου, Γ.Ν.Α. «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», 2017

7. Τασόπουλος, Χ. (2018). Διαφοροποίηση του Φύλου στον Άνθρωπο. Φάσμα Σωματικών Διαταραχών και Ψυχολογικών Αποκλίσεων. ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ 55, 39-51, 2018

8. Χατζηχαραλάμπους, Ξ. (2019). Ψυχοπαθολογία του παιδιού - Δυσφορία Φύλου - Σημειώσεις Μαθήματος. Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Κύπρος, 2019

9. Ahmadabadi, S.R., et.al (2018). The role of parent-child relationship, attachment styles, and family performance in the formation of gender dysphoria. Journal of Fundamentals of Mental Health 2018 Jan-Feb; 20(1): 63-74.

10. Berenbaum, S.A. & Beltz, A.M. (2016). How early hormones shape gender development. Current Opinion in Behavioral Sciences 2016, 7:53–60

11. Butler, G., et.al. (2018). Assessment and Support of Children and Adolescents with Gender Dysphoria. Arch Dis Child. 2018. Vol 0, No 0

12. Cohen-Kettenis, P.T. & Klink, D. (2015). Adolescents with Gender Dysphoria. Best Practice & Research Clinical Endocrinology & Metabolism 29 (2015) pp. 485-495

13. Cretella, M. (2017). Gender Dysphoria in Children. Issues in Law & Medicine, v. 32, no. 2, 2017 American College of Pediatricians

14. DSM-5a (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders Fifth Edition. Diagnostic Criteria and Codes: Gender Dysphoria. APA, 2013

15. DSM-5b (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders Fifth Edition. Highlights of Changes From DSM-IV to DSM-5. Gender Dysphoria. pp 814-815. APA, 2013

16. ICD-11 (2018). for Mortality and Morbidity Statistics (December 2018). Section 17:Conditions related to sexual health. Subsection:HA61 Gender Incongruence of childhood Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα: https://icd.who.int/browse11/l-m/en#/http%3a%2f%2fid.who.int%2ficd%2fentity%2f344733949 στις 12-ΜΑΡ-2019.

17. Ingalhalikar, M.,et.al (2014). Sex differences in the structural connectome of the human brain. Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America, Vol. 111, No. 2 (January 14, 2014), pp. 823-828

18. Leibowitz, S. & De Vries, ALC (2016). Gender Dysphoria in Adolescents. International Review of Psychiatry, 2016 VOL. 28, NO. 1, 21–35

19. Olson, J., et.al. (2015). Baseline Physiologic and Psychosocial Characteristics of Transgender Youth Seeking Care for Gender Dysphoria. Journal of Adolescent Health 57 (2015) 374-380

20. Perez-Tores, V., Pastor-Ruiz, Y., Ben-Boubaker, S. (2018). YouTubers Videos and the Construction of Adolescent Identity. Comunical, n.55 v. XXVI, 2018. Media Education Research Journal, ISSN:1134-3478, pp. 61-70

21. Puszczyk, M. & Czajeczny, D. (2017). Gender Dysphoria and Gender Variance in Children – Diagnostic and Therapeutic Controversies. Archives of Psychiatry and Psychotherapy, 2017; 3: 34–42

22. Ristori, J. & Steensma DT (2016). Gender Dysphoria in Childhood. International Review of Psychiatry, 2016 VOL. 28, NO. 1, 13–20

Vrouenraets, L.J., et.al. (2015). Early Medical Treatment of Children and Adolescents with Gender Dysphoria: An Empirical Ethical Study. Journal of Adolescent Health 57 (2015) 367-373

Comments


Post: Blog2_Post

©2019 by Don't think you are. Know you are!. Proudly created with Wix.com

bottom of page